- Σχοίνω
- Σχοῖνοςrushfem nom/voc/acc dualΣχοῖνοςrushfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχοίνω — σχοί̱νω , σχοῖνος rush masc nom/voc/acc dual σχοί̱νω , σχοῖνος rush masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοίνῳ — Σχοῖνος rush fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνῳ — σχοί̱νῳ , σχοῖνος rush masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… … Dictionary of Greek